- απηδαλος
- ἀπήδαλοςἀ-πήδᾰλος2лишенный руля
(πλοῖον Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πλοῖον Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απήδαλος — ἀπήδαλος, ον (Α) [πηδάλιον] αυτός που δεν έχει πηδάλιο, χωρίς τιμόνι … Dictionary of Greek
ἀπήδαλον — ἀπήδαλος without rudder masc/fem acc sg ἀπήδαλος without rudder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήδαλος — και απήδαλος, ο, Ν σκουλήκι τού τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλ. τ.] … Dictionary of Greek